προξενήτρα

προξενήτρα
[проксэнитра] ουσ θ сваха.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προξενήτρα" в других словарях:

  • προξενήτρα — η, Ν βλ. προξενητής …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • εννοιανός — ή, ό και γνοιανός και εγνοιανός, ή, ό [έννοια] 1. συλλογισμένος, ανήσυχος («χαρά πολλή σ έτοιο γνοιανό τα μέλη ντου γροικούσι», Ερωτ.) 2. σπουδαίος, σοβαρός («μαντάτα από τού Ρηγός πολλά γνοιανά μού φέρα», Ερωτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το εννοιανό… …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • μνήστρια — μνήστρια, η (Α) 1. θηλ. τού μνηστήρ* 2. προξενήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησ τήρ + επίθημα τρια (πρβλ. πλάσ τρια) …   Dictionary of Greek

  • παντρολογήστρα — η γυναίκα που κάνει συνοικέσιο, η προξενήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παντρολογησ , πρβλ. αόρ. παντρολόγησ α, τού παντρολογώ + κατάλ. τρα (πρβλ. προξενή τρα)] …   Dictionary of Greek

  • προκύκλιος — ον, Α 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην προκυκλίδα, στην προξενήτρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προκύκλιον ονομασία μήνα στην Καλυδώνα 3. φρ. «προκύκλιοι θεοί» ονομασία θεών στην Ερυθραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κύκλος + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

  • προμνήστρια — ἡ, Α 1. η προξενήτρα 2. αυτή που προξενεί κάτι, ιδίως κακό («ἡ κακῶν προμνήστρια», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προμνῶμαι + επίθημα τρια (πρβλ. υπομνήσ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • προξενητής — ο, θηλ. προξενήτρια, ΝΜΑ, θηλ. και προξενήτρα Ν [προξενῶ] αντιπρόσωπος σε διαπραγματεύσεις, πράκτορας, μεσίτης νεοελλ. παροιμ. «ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει» λέγεται για εκείνον που επιδιώκει το δικό του συμφέρον και προσποιείται… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλειάδου, Γεωργία — (Αθήνα 1903 – 1980). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε φωνητική μουσική στη Σχολή Γεννάδη. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση, ως μέλος χορωδίας, το 1923 στη σκηνή του θεάτρου Ολυμπία και στη συνέχεια καθιερώθηκε στο θέατρο πρόζας… …   Dictionary of Greek

  • παντρολογήστρα — η προξενήτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»